κρούζω

κρούζω
(αόρ. έκρουξα) μετ.
1) ударять, бить, колотить; 2) жалить, кусать; 3) вызывать слабость, ослаблять (о болезни, температуре); 4) сводить с ума

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κρούζω" в других словарях:

  • κρούζω — 1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι») 2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ 3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον 4. μέσ. κρούζομαι είμαι τρελός, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά …   Dictionary of Greek

  • κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»